-
1 опухоль
опухоль ж о όγκος, το πρήξιμο· злокачественная \опухоль о κακοήθης όγκος* * *жο όγκος, το πρήξιμοзлока́чественная о́пухоль — ο κακοήθης όγκος
-
2 флюс
-
3 шишка
шишка ж 1) бот. о κώνος, η κουκουνάρα 2) (опухоль) το πρήξιμο, το καρούμπαλο* * *ж1) бот. ο κώνος, η κουκουνάρα2) ( опухоль) το πρήξιμο, το καρούμπαλο -
4 уплотнение
-я ουδ.1. συμπύκνωση, συνοχή, συμπίεση• κρουστότητα.2. σύμπτυξη, πύκνωση.3. στρίμωξη, στένεμα χώρου.4. (για χρόνο)• συντόμευση• περιορισμός.5. όγκος, οίδημα, πρήξιμο•уплотнение на шее πρήξιμο στο λαιμό.
-
5 вздутие
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вздутие
-
6 набухание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набухание
-
7 отёк
το πρήξιμο, το οίδημα, η διόγκωση, η εξόγκωση, το εξόγκωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отёк
-
8 отёчность
το πρήξιμο, η διόγκωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отёчность
-
9 флюс
I.тех. το συλλίπασματο λίπασμα για συγκόλλησητο τακερόνη τηκτική ουσίαбескислородный (св.) - χωρίς οξυγόνοII. (нарыв, вызванный больным зубом и сопровождающийся опухолью щеки) το απόστημα (των ούλων), το πρήξιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флюс
-
10 вздутие
вздутиес мед. τό πρήξιμο, τό φούσκωμα:\вздутие живота ὁ τυμπανισμός. -
11 затвердение
затверде||ниес мед. ἡ σκληρία, ἡ σκλήρυνση [-ις], τό πρήξιμο. -
12 набухание
набуханиес τό πρήξιμο, τό φούσκωμα, ἡ ἐξόγκωση, τό οίδημα. -
13 одутловатость
одутловат||остьж τό πρήξιμο, τό Φούσκωμα. -
14 опадать
опада́||тьнесов1. (осыпаться) πέφτω, πίπτω:листья \опадатьют πέφτουν τά φύλλα·2. (уменьшаться) ἐλαττώνομαι, πέφτω / ξεπρήζομαι (об опухшей конечности):опухоль \опадатьет τό πρήξιμο πέφτει. -
15 опухоль
опухольж ὁ ὀγκος, τό πρήξιμο, τό ἐξόγκωμα:жировая \опухоль τό στεάτωμα· злокачественная \опухоль ὁ κακοήθης ὀγκος. -
16 отек
отекм τό οίδημα, τό πρήξιμο, τό ἐξόγκωμα. -
17 припухлость
припу́х||лостьж τό ἐλαφρό πρήξιμο, τό μικρό ἐξόγκωμα. -
18 распухание
распуханиес τό πρήξιμο, τό φούσκωμα. -
19 флюс
флюс Iм мед. τό πρήξιμο τῶν ὁὔλων.флюс IIм тех. см. плавень. -
20 набухание
[ναμπουχάνιιε] ουσ. ο. πρήξιμο, φούσκωμα, εξόγκωση
См. также в других словарях:
πρήξιμο — το, ατος το αποτέλεσμα του πρήζω, φούσκωμα, εξόγκωμα: Έχω ένα πρήξιμο στο πόδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρήξιμο — το, Ν οίδημα, φούσκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρηξ τού αορ. έ πρηξ α τού πρήζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψάξ ιμο)] … Dictionary of Greek
απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά … Dictionary of Greek
βουρδούλα — η [βούρδουλας] 1. πρήξιμο από χτύπημα με βούρδουλα 2. οποιοδήποτε πρήξιμο 3. πληγή … Dictionary of Greek
παράπρημα — ατος, ΜΑ, και, στον πληθ., παραπρήσματα, Α το πρήξιμο στις μνήμες τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πρῆμα «οίδημα, πρήξιμο»] … Dictionary of Greek
έξαρμα — το (AM ἔξαρμα) [εξαίρω] 1. άρση, ύψωση, ύψωμα τού εδάφους, λόφος 2. οίδημα, εξόγκωμα, φούσκωμα, πρήξιμο 3. αστρον. το ύψος στο οποίο ανέρχεται ένα ουράνιο σώμα ειδικ. «το έξαρμα τού πόλου» το ύψος τού ουράνιου πόλου πάνω από τον ορίζοντα τού… … Dictionary of Greek
έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… … Dictionary of Greek
έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ … Dictionary of Greek
αδένας — ο (Α ἀδὴν –ένος, η και ο) επιθηλιακό όργανο του οργανισμού, στο οποίο καταλήγουν αγγεία που εκκρίνουν υγρό κατάλληλο για τη λειτουργία του (κν. γλυκάδι, ελιά, γαργαλήθρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀδήν, αρχικά θηλ. γένους (η ἀδήν), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα*… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… … Dictionary of Greek